- προικίδιον
- προικ-ίδιον, τό, Dim. of προίξ, Plu.2.767c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προικίδιον — τὸ, Α [προίξ, κός] υποκορ. τού προίξ … Dictionary of Greek
προικιδίοις — προικίδιον neut dat pl προικίδιος forming a dowry masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)